- δυσκίνητος
- -η, -ο (AM δυσκίνητος, -ον)1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολαμσν.(για χρόνο) δύσκολοςαρχ.1. σταθερός, αμετάβλητος2. (για ψυχή) ασυγκίνητος3. αμείλικτος, σκληρός4. το ουδ. ως ουσ. το δυσκίνητονα) σταθερότηταβ) (για τη γλώσσα) έλλειψη ευκαμψίας.
Dictionary of Greek. 2013.